αναμνηστήριος

αναμνηστήριος
-ια, -ιο (Μ ἀναμνηστήριος, -ιον) [ἀναμιμνήσκω]
αυτός που γίνεται για να διατηρεί στη μνήμη κάποιο πρόσωπο ή γεγονός, που προκαλεί ανάμνηση, ο αναμνηστικός
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το αναμνηστήριο
αναμνηστικό, ενθύμιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναμιμνήσκω — (Α ἀναμιμνήσκω) Ι. ενεργ. 1. θυμίζω, υπενθυμίζω σε κάποιον κάτι, τόν κάνω να θυμηθεί 2. ανακαλώ στη μνήμη, μνημονεύω, αναφέρω 3. (το αρσ. τής μτχ. ως ουσ.) ὁ ἀναμιμνήσκων άτομο με καθήκοντα υπενθυμίσεως ΙΙ. παθ. 1. θυμάμαι, φέρνω στο μυαλό μου 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”