- αναμνηστήριος
- -ια, -ιο (Μ ἀναμνηστήριος, -ιον) [ἀναμιμνήσκω]αυτός που γίνεται για να διατηρεί στη μνήμη κάποιο πρόσωπο ή γεγονός, που προκαλεί ανάμνηση, ο αναμνηστικόςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το αναμνηστήριοαναμνηστικό, ενθύμιο.
Dictionary of Greek. 2013.